- ἐκφέρεται
- ἐκφέρωcarry out ofpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'κφέρεται — ἐκφέρεται , ἐκφέρω carry out of pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
ανέκφορος — ἀνέκφορος, ον (AM) 1. αυτός που δεν πρέπει να εκφέρεται στο φως, ο άρρητος 2. Ιατρ. εκείνος που δεν εκφέρεται, δεν εξάγεται από τον οργανισμό κανονικά … Dictionary of Greek
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
εμπρόθετος — η, ο γραμμ. αυτός που εκφέρεται με πρόθεση («εμπρόθετος προσδιορισμός» προσδιορισμός τού ρήματος ή άλλου όρου τής προτάσεως, ο οποίος εκφέρεται με πλάγια πτώση ονόματος με μια πρόθεση). (Επίρρ.) εμπροθέτως, α με πρόθεση … Dictionary of Greek
περιληπτικός — ή, ό / περιληπτικός, ή, ον, ΝΑ [περιλαμβάνω] 1. αυτός που περιλαμβάνει ή που μπορεί να περιλάβει μέσα του πολλά σε σχέση με την μορφή του 2. φρ. «περιληπτικό όνομα» γραμμ. το κοινό όνομα που, ενώ εκφέρεται με ενικό αριθμό, δηλώνει πλήθος τών… … Dictionary of Greek
άλα — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
άναρθρος — η, ο (AM ἄναρθρος, ον) (για τη φωνή ή ήχους) ο μη έναρθρος, αυτός που δεν μπορεί να απαρτίσει συγκροτημένες συλλαβές ή λέξεις (όπως οι φωνές των ζώων ή των ανθρώπων που κλαίνε, κραυγάζουν κ.λπ. το ουδ. ως ουσ. Άναρθρα θαλάσσια Ασπόνδυλα με δύο… … Dictionary of Greek